- αμφίπολος
- ἀμφίπολος, -ον (Α)1. ο κινούμενος γύρω από κάποιον, ο απασχολημένος με κάτι, πολυάσχολος2. πολυσύχναστος (τύμβος)3. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) ἡ ἀμφίπολος, ήδη στη Μυκηναϊκή α) υπηρέτρια, θαλαμηπόλοςβ) ιέρεια4. (το αρσενικό ως ουσιαστικό) ὁ ἀμφίπολοςα) υπηρέτης, ακόλουθοςβ) ιερέας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-* + -πόλος < πέλομαι (πρβλ. ἐπίπολος, περίπολος, πρόσπολος).ΠΑΡ. αρχ. ἀμφιπολεύω, ἀμφιπολῶ].
Dictionary of Greek. 2013.